Ο νόμος για τη Διαμεσολάβηση
κυρώθηκε το 2010, με τροποποίησή του το 2019 και στόχευε στην ταχύτερη απονομή
της δικαιοσύνης, στην αποφόρτιση των δικαστηρίων και στην εμπέδωση ενός
αισθήματος συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Με λίγα λόγια, θα
μπορούσε η Διαμεσολάβηση να είναι μια λύση πολιτισμού.
Έτσι, λοιπόν, θα περίμενε κανείς ότι
σύμφωνα με την παραπάνω συλλογιστική τα δικαστήρια, εν έτει 2024, θα ήταν άδεια
και ότι οι δικαστές θα ήταν είδος προς εξαφάνιση. Συμβαίνει ακριβώς το
αντίθετο. Οι λόγοι για αυτό ποικίλλουν αλλά εδράζονται, κυρίως, σε αιτίες
κυρίως ψυχολογικές, που επηρεάζουν όμως και τα οικονομικά δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ οι
περιπτώσεις, στις οποίες θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η Διαμεσολάβηση είναι
αρκετές, όπως ενδεικτικά οι εμπορικές, αστικές και οικογενειακές διαφορές,
παρόλα αυτά, τόσο οι πολίτες όσο και ο νομικός κόσμος στέκονται επιφυλακτικά
απέναντι στο θεσμό, ίσως και φοβικά.
Υπάρχει μια διάχυτη αντίληψη,
αρχικά, στους πολίτες ότι η φυσική τους παρουσία ενώπιον ενός δικαστή θα έχει
σαν αποτέλεσμα την ορθότερη απονομή δικαιοσύνης, γιατί θα έχουν την ευκαιρία να
εκθέσουν τις απόψεις τους. Αυτή η αντίληψη παραλείπει βασικές λειτουργίες. Για
παράδειγμα, ότι η παρουσία και μαρτυρία του πολίτη στο δικαστήριο, για να είναι
αποδεκτή, προϋποθέτει την προετοιμασία του δικηγόρου με δικόγραφο και την
κατάθεσή του στη γραμματεία, την αύξηση των υποθέσεων στο πινάκιο του
δικαστηρίου και την αύξηση ωρών εργασίας των γραμματέων.
Μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει το ότι ο νομικός κόσμος είναι αυτός που στέκεται
επιφυλακτικά απέναντι στο θεσμό. Ο λόγος είναι οικονομικός. Οι νομικοί
παραστάτες σε μια υπόθεση διαμεσολάβησης αδυνατούν να κατανοήσουν πλήρως τη
σημασία του ρόλου τους. Κυρίως, δυσκολεύονται να υπερασπιστούν την παρουσία
τους, που τους φαίνεται μόνο διαδικαστική, και άρα να την κοστολογήσουν, όπως
της αρμόζει.
Ωστόσο, θα έπρεπε να συμβαίνει
ακριβώς το αντίθετο. Η παρουσία του νομικού παραστάτη στη Διαμεσολάβηση πρώτον
βοηθά τον ίδιο το διαμεσολαβητή να επιληφθεί της διαφοράς με νηφαλιότητα. Δηλαδή,
κατευθύνει και συγκρατεί τον εντολέα του. Επίσης, η προετοιμασία και το νομικό
έργο στη Διαμεσολάβηση είναι λιγότερα σε όγκο χωρίς να υπολείπονται σε σημασία.
Σε όλες τις διαφορές που καλύπτει ο νόμος, ενδέχεται να ανακύψουν ζητήματα που
μόνο ένας δικηγόρος μπορεί να κατανοήσει.
Η προφορικότητα της
Διαμεσολάβησης έχει σαν σκοπό την ταχύτητα. Η έλλειψη προδικαστικών ενεργειών αποσκοπεί
στην επικέντρωση των μερών στην ουσία και στην επίλυση της υπόθεσης. Και εκεί
ακριβώς εδράζεται η παροχή υπηρεσιών του νομικού παραστάτη. Η ταχύτητα στην
επίλυση της ουσίας και όχι η διευθέτηση της διαφοράς, που ενδέχεται να
μετατοπίζει χρονικά το πρόβλημα, διαιρώντας δύο συμβαλλόμενα μέρη, που θα
ήθελαν να συνεργαστούν μελλοντικά με όρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Εν τέλει, η Διαμεσολάβηση είναι η
απονομή της Δικαιοσύνης στο μικρόκοσμο των καθημερινών και απλών ανθρώπων,
μεταξύ τους, χωρίς να είναι αποξενωμένη, γραφειοκρατική και «καφκική». Είναι γρήγορη, οικονομική, ασφαλής. Το
αποτέλεσμα του έργου της είναι αμοιβαία αποδεκτό και αποτελεί παρακαταθήκη για
το μέλλον. Όπως λέει και ο στίχος: «Και να αδερφέ μου που μάθαμε να
κουβεντιάζουμε ήρεμα, ήρεμα και απλά»