ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ'ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
LLM ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ FORDHAM (ΦΟΡΝΤΑΜ)
ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ - Η.Π.Α

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Τα FUNDS με λίγα λόγια...

Περίπου την τελευταία πενταετία, πολλοί δανειολήπτες, ενυπόθηκων και μη δανείων, κατέστησαν λήπτες επιστολών από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες τους πληροφορούσαν ότι η απαίτηση του δανείου τους μεταβιβάστηκε σε αλλοδαπή εταιρεία, με έδρα συνήθως την Ιρλανδία και ότι, πλέον, οι εταιρείες αυτές, ειδικού σκοπού, θα καθίσταντο υπεύθυνες για την αποπληρωμή του δανείου τους. Στην καθομιλουμένη ελληνική οι εταιρείες αυτές ονομάστηκαν FUNDS.

Το 2000 θεσπίστηκε στην Ελλάδα το άρθρο 14 του Νόμου 2801/2000(νομοσχέδιο του Υπουργείου Μεταφορών), σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο είχε το δικαίωμα να εκδίδει και να εμπορεύεται στο επενδυτικό κοινό, ελληνικό και αλλοδαπό, αξιόγραφα με τη μορφή άυλων τίτλων (τίτλοι προεσόδων ή αγγλικά: revenue certificates). Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί και τη βάση κατανόησης για όσα θα επακολουθήσουν στη συνέχεια.

Το 2003, θεσπίστηκε ένας επιπλέον νόμος, με τίτλο «Ομολογιακά Δάνεια-Τιτλοποίηση απαιτήσεων – και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις», 3156/2003. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης αφορούσε τη δυσκολία χρηματοδότησης των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων με έκδοση ομολογιακών δανείων, λόγω του αυστηρού ελληνικού νομοθετικού πλαισίου, και τη συνεπακόλουθη έξοδο ελληνικών κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκείνη την εποχή, ήταν συνολικά θετική και ανοδική. Οι ελληνικές επιχειρήσεις επεδίωκαν μεγάλα επενδυτικά ανοίγματα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους αιτούνταν από τις ελληνικές τράπεζες δάνεια πολλών εκατομμυρίων, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούσαν να καλύψουν μόνες τους. Η τραπεζική αγορά του εξωτερικού ήταν πιο ευέλικτη και έτοιμη, με αποτέλεσμα οι ελληνικές επιχειρήσεις να στραφούν στο εξωτερικό.

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, της εκρροής κεφαλαίου, ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, που θα διασφάλιζε την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής και εξωχρηματιστηριακής αγοράς ομολόγων αλλά και τη θέσπιση διατάξεων, που να επιτρέπουν την τιτλοποίηση επιχειρηματικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα (securisation). Συγχρόνως, οι ελληνικές τράπεζες θα συνασπίζονταν, με σκοπό να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις ρευστότητας, που είχε ανάγκη η ελληνική οικονομία.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.3156/2003, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ομάδα ομολογιούχων δανειστών, εκπρόσωπος της οποίας θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Πρακτικά, λοιπόν, μια τέτοια σύμβαση περιελάμβανε τα εξής μέρη: την εταιρεία που αιτείτο το δάνειο και λεγόταν εκδότης και από την άλλη μεριά ήταν ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων τραπεζών, που ήταν τράπεζα.

Στο άρθρο 10 της αιτιολογικής έκθεσης του ίδιου νόμου γίνεται λόγος για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Η μέθοδος αυτή είναι αμερικανικής προέλευσης, κατά τη δεκαετία του 1980, και αποτελεί τρόπο χρηματοδότησης. Στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε και το πώς πραγματοποιείται η τιτλοποίηση των απαιτήσεων: η τράπεζα εκχωρεί πωλώντας ένα μέρος από τις δραστηριότητές της σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, που συστήνεται αποκλειστικά για το σκοπό αυτό.

Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, η τράπεζα πωλεί και μεταβιβάζει τα δάνειά της σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, fund, σε ονομαστική αξία μικρότερη της αρχικής. Στη συνέχεια το fund εκδίδει ομολογιακό δάνειο, βασισμένο στην αγορά των δανείων της τράπεζας, το οποίο ομολογιακό δάνειο διατίθεται σε επενδυτές ομολόγων. Ανάλογες νομοθετικές ενέργειες είχαν προηγηθεί σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία. Να υπενθυμίσουμε ότι το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα, αποκλειστικά για το Ελληνικό Δημόσιο, προϋπήρχε ήδη από το 2000, όπως προελέχθη, άρθρο 14 Ν. 2801/2000, και έτσι επεκτάθηκε στον ιδιωτικό τομέα.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: η ελληνική τράπεζα διαπιστώνοντας ότι ένα δάνειο είναι φερέγγυο και άρα αξιόπιστο, τιτλοποιεί το δικαίωμα αυτό, και το πωλεί σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εκδίδει ομολογιακό δάνειο προς την ομάδα των ομολογιούχων δανειστών της. Για όσο καιρό το δάνειο εξυπηρετείται για άλλο τόσο διάστημα το ομολογιακό δάνειο είναι επικερδές για τους ομολογιούχους. Η βάση είναι η εξυπηρέτηση του δανείου. Αυτή είναι η ιδανική περίπτωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πουθενά δεν αναφέρεται ο οφειλέτης του δανείου, τα δικαιώματά του, και το πώς αυτός θα μπορούσε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες εναντίωσης προς την τράπεζα. Απλώς, ένα τέτοιο δικαίωμα δεν ορίζεται πουθενά στο νόμο. Η επίκληση της γενικής διάταξης του 281 ΑΚ περί της κατάχρησης δικαιώματος θα καθιστούσε αόριστη την αγωγή, καθώς θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στον οφειλέτη να αποδείξει τη βλάβη στα οικονομικά συμφέροντά του.

Τέλος, στην παράγραφο 21 του άρθρου 4 απλώς αναφέρεται ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία και σύμφωνη για την εξυπηρέτηση της τιτλοποίησης. Έτσι, με βάση αυτό, οι οφειλέτες των δανείων δέχτηκαν επιστολή που ανέφερε ότι το δάνειό τους μεταβιβάστηκε στο Fund.

Το 2015 νομοθετήθηκε ο νόμος 4354/2015, με τίτλο «Διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων» και με αυτόν ιδρύθηκαν στην Ελλάδα δύο διαφορετικές εταιρείες: οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και οι Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Και οι δύο εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος.

Από την αρχή, ήδη, της αιτιολογικής έκθεσης διαβάζουμε:

«Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει καταστεί τα τελευταία έτη μείζον κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.»

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η κοινωνική και οικονομική πίεση ήταν η αιτία θέσπισης του εν λόγω νομοθετήματος.

Με το νόμο αυτό δημουργήθηκε επίσημα η δευτερογενής αγορά ιδιωτικού χρέους:

«Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις καθίσταται δυνατή η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων»

Ένας ακόμα σκοπός του νόμου ήταν η προστασία των τραπεζικών υπαλλήλων από την τέλεση αξιόποινης πράξης και δη απιστίας.

«μία ευνοϊκή για τον οφειλέτη πρόταση ρύθμισης θα εκθέσει τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, και επομένως τα πιστωτικά ιδρύματα είναι αναγκασμένα να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά των οφειλετών»

Επιπλέον, ήρθη το τραπεζικό απόρρητο με σκοπό την ορθή διεκπεραίωση της διαχείρισης των απαιτήσεων καθώς και η δυνατότητα των εταιρειών διαχείρισης να συνάπτουν συμβάσεις με εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών. Τέλος, οι εταιρείες διαχείρισης και με το νόμο αυτό έχουν την υποχρέωση με κάθε πρόσφορο μέσο να ενημερώσουν τον οφειλέτη του δανείου για τη μεταβίβαση της σύμβασης από την τράπεζα στην εταιρεία διαχείρισης.

Και με αυτό το νόμο, παρατηρούμε την έλλειψη του δικαιώματος εναντίωσης του οφειλέτη κατά άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος. Η επιλογή του νομοθέτη ήταν ξεκάθαρη, γιατί σκοπός ήταν και είναι η διεκπεραίωση της οφειλής σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ενώ φαινομενικά οι δύο νόμοι μοιάζουν, δηλαδή η μεταβίβαση μέρους των τραπεζικών εργασιών σε άλλα εταιρικά μορφώματα, παρόλα αυτά θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στη δικαιοπολιτική ανάγκη, στην οποία αυτοί οι νόμοι θα έπρεπε να ανταποκριθούν. Στο νόμο του 2003 σκοπός του νομοθέτη είναι η αποτροπή του κινδύνου: η έξοδος των



ελληνικών κεφαλαίων, ενώ στο δεύτερο είναι η διαχείριση και η εξυπηρέτηση των κόκκινων δανείων, με τη δημιουργία εταιρειών επιφορτισμένων να φέρουν σε πέρας μέρος των τραπεζικών εργασιών.

Εντύπωση προκαλεί η εκλεκτική άρση του τραπεζικού απορρήτου αλλά και η μεταβίβαση των προσωπικών δεδομένων χωρίς την προηγούμενη έγκριση ή εναντίωση του οφειλέτη. Τέλος, και ενώ η εξυπηρέτηση του δανείου σχετίζεται αποκλειστικά από τον οφειλέτη, αυτός δε λαμβάνει μέρος σε καμία διαπραγμάτευση για την τύχη της δανειακής του σύμβασης. Η δανειακή σύμβαση μεταβιβάζεται, ο οφειλέτης απλώς ενημερώνεται ότι υπεισέρχεται άλλο μέρος στη θέση του προηγουμένου και αυτός καλείται να εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

Πηγές:

Νόμος 3156/2003

Αιτιολογική έκθεση Νόμου 3156/2003

Νόμος 4354/2015

Αιτιολογική έκθεση Νόμου 4354/2015

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ

Την περίοδο αυτή, που τα επιτόκια καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών είναι μηδενικά, ενδεχομένως, η πιο ασφαλής μέθοδος αποταμίευσης καταθέσεων να είναι η εναπόθεση σε τραπεζική θυρίδα αντικειμένων ή χρημάτων. Οι θυρίδες ποικίλουν σε μέγεθος και η μίσθωσή τους κοστολογείται ανά έτος. 

Οι διατάξεις που διέπουν την παραπάνω σύμβαση μεταξύ τράπεζας και ενδιαφερομένου είναι η σύμβαση της μίσθωσης του Αστικού Κώδικα, άρθρα 573 επόμενα. Με απλά λόγια, η τράπεζα προσφέρει προς ενοικίαση μία θυρίδα για 12 ή παραπάνω μήνες, και ο ενδιαφερόμενος την νοικιάζει, εναποθέτοντας σε αυτήν ό,τι ο ίδιος θεωρεί πολύτιμο προς φύλαξη. Η επίσκεψη στη θυρίδα από τον πελάτη πραγματοποιείται μόνο τις εργάσιμες μέρες και ώρες και όχι κατά τη διάρκεια των τραπεζικών αργιών. 

Η τράπεζα εγγυάται την ασφαλή φύλαξη όλων των θυρίδων στις δικές της εγκαταστάσεις, επιδεικνύοντας την επιμέλεια, που απαιτείται. Ευνόητο είναι ότι το περιεχόμενο κάθε θυρίδας είναι άγνωστο στους υπαλλήλους της. Ακόμα και εάν αυτοί ήθελαν να μάθουν, αυτό θα ήταν αδύνατο, καθώς η θυρίδα ανοίγει με δύο κλειδιά, ένα του υπαλλήλου και ένα του ενδιαφερομένου. Επίσης, δεν μπορεί να επισκεφθεί όποιος επιθυμεί μια θυρίδα. Η σύμβαση μίσθωσης προβλέπει συγκεκριμένα πρόσωπα, του μισθωτή και του αντιπροσώπου του και μόνο αυτών. 

Να σημειωθεί ότι για το άνοιγμα της θυρίδας, από πλευράς τράπεζας, υπάρχουν επιφορτισμένοι υπάλληλοι με το συγκεκριμένο καθήκον και όχι ανεξαιρέτως όλοι οι υπάλληλοι της τράπεζας. Τέλος, δεν έχουν όλα τα υποκαταστήματα θυρίδες αλλά συγκεκριμένα. 

Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ο μισθωτής της θυρίδας πεθάνει; Ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να ενημερώσει την τράπεζα και να της προσκομίσει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του μισθωτή. Άμεσα η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να σφραγίσει τη θυρίδα, που σημαίνει ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την επισκεφτεί και να την ανοίξει.

Εφόσον υπάρχει διαθήκη που αναφέρει την ύπαρξη θυρίδας και αυτή απολείπεται σε συγκεκριμένο άτομο, τότε ακολουθείται η εξής διεργασία: με την παρουσία του κληρονόμου, την παρουσία δύο υπαλλήλων της τράπεζας, συμβολαιογράφου, πραγματογνώμονα-εκτιμητή, και υπαλλήλου της εφορίας ανοίγεται η θυρίδα και γίνεται απογραφή από το συμβολαιογράφο και εκτίμηση από τον πραγματογνώμονα. Στη συνέχεια σφραγίζεται εκ νέου μέχρι να πληρωθεί ο φόρος κληρονομίας που αντιστοιχεί στο ποσό της θυρίδας και εφόσον προσκομισθεί βεβαίωση από την εφορία, τότε το περιεχόμενό της είναι προσβάσιμο στον κληρονόμο. 

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη από τους κληρονόμους του θανόντος, καθώς αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ευνόητο είναι, ότι στην περίπτωση αποποίησης κληρονομιάς, δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να επιλέξει και να μην αποποιηθεί τη θυρίδα. Η αποποίηση είναι συνολική και περιλαμβάνει όλο το εύρος της περιουσίας του θανόντος. 

Πηγές:

1. Άρειος Πάγος: 1107/21

2. Εφετείο Λαρίσσης :70/22

3. Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών

Τα παραπάνω έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν νομική συμβουλή.