ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ'ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
LLM ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ FORDHAM (ΦΟΡΝΤΑΜ)
ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ - Η.Π.Α

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Τι ακριβώς συμβαίνει με τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά; (Νόμος Κατσέλη)


Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ή αλλιώς νόμος Κατσέλη είναι το πλαίσιο εκείνο, που ο δανειστής διαπραγματεύεται με την πιστώτρια τράπεζα ή το δημόσιο οργανισμό για τη δόση της οφειλής του μέχρι την τελική εξόφληση. Η διάρκεια ισχύος είναι μέχρι το Δεκέμβριο του 2018. Από το 2019, δηλαδή, κανείς δε θα μπορεί να υπαχθεί στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.

Και γιατί πρέπει να υπάρξει νόμος για αυτήν την διαπραγμάτευση; Ακριβώς, επειδή οι τράπεζες εισέρχονται σε μια φάση διαπραγμάτευσης, εάν το επιθυμήσουν, από θέση ισχύος και, συνήθως, η πρότασή τους δεν είναι πάντα εύκολη για το δανειολήπτη. Φυσικά, πολλές φορές και ο δανειολήπτης δεν εισέρχεται σε διαπραγμάτευση, γιατί είτε αμελεί είτε δεν έχει κάτι, για να διαπραγματευτεί.

Ο νόμος, λοιπόν, αυτός προσπαθεί να λύσει αυτή τη δυσκολία και να «εξαναγκάσει» τα δύο μέρη να διαπραγματευτούν με τελικό διαιτητή το δικαστή του Ειρηνοδικείου (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας). Επομένως, δημιουργείται μια τριγωνική σχέση, υπό την κρατική εποπτεία, με ένα κόστος που κυμαίνεται περίπου από 350 ευρώ και ανεβαίνει αναλόγως του αριθμού των επιδόσεων αλλά και της δικηγορικής αμοιβής. Πάντως, σίγουρα όχι παραπάνω από 1500 ευρώ συνολικά. Σε αντίθετη περίπτωση μιλάμε για αισχροκέρδεια.

Μέχρι στιγμής, κρίνοντας από τις δίκες, στις οποίες έχω παρασταθεί, οι Ειρηνοδίκες διάκεινται θετικά υπέρ του δανειολήπτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του κάνουν «το χατήρι» στο επίπεδο της αγωγής του και αποδέχονται 100% την πρόταση, την οποία έχει υποβάλει για τις δόσεις. Από την άλλη, βέβαια, εάν ο δανειολήπτης είναι υπερχρεωμένος ή καλύτερα καταχρεωμένος και ειδικά με πολλές πιστωτικές κάρτες, τότε μάλλον η αγωγή του δε θα ευδοκιμήσει γιατί εικάζεται ότι είχε «πολυτελή βίο».

Λογικά, θα αναρωτηθεί κανείς «οι τράπεζες όμως που έδιναν έτσι τις πιστωτικές;». Αυτό το ερώτημα δυστυχώς, πολλές φορές, δεν απαντάται από τους Ειρηνοδίκες και ένας τέτοιος δανειολήπτης μάλλον θα είναι βορά στις αδηφάγες ορέξεις των τραπεζών με κατασχέσεις και πλειστηριασμό της ακίνητής του περιουσίας. Εκτός, εάν μπορέσει να αποδείξει κυρίως με τιμολόγια το πού ξόδεψε και γιατί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κρίση του δικαστηρίου θα ήταν διαφορετική.

Ζήτημα, επίσης, δημιουργείται σχετικά με την εμπορική ή μη ιδιότητα του δανειολήπτη. Με λίγα λόγια, ένας έμπορος μπορεί να υπαχθεί στα υπερχρεωμένα; Αν είναι μικρέμπορος, ψιλικατζής για παράδειγμα, ναι.  Εάν διατηρεί εμπορική επιχείρηση με προσωπικό, η απάντηση είναι αρνητική. Αλλά, και πάλι η εμπορική ιδιότητα και ο πραγματικός λόγος χρήσης του δανείου πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση.

Τέλος, μπορεί ο δανειολήπτης να ασκήσει αγωγή και να περιλάβει στην αγωγή του τους ασφαλιστικούς οργανισμούς του Δημοσίου; Μέχρι στιγμής, τα περισσότερα Ειρηνοδικεία δίνουν αρνητική απάντηση αλλά έχει ευτυχώς δημοσιευτεί και αντίθετη απόφαση, Ειρηνοδικείο Ιλίου, που αποδέχεται αυτήν την υπαγωγή.

Εν κατακλείδι, ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι ένας δίκαιος νόμος; Σίγουρα, δεν είναι ανάλγητος, όπως επίσης δε «χαιδεύει» κανέναν. Προσπαθεί να συγκεράσει αντιτιθέμενα συμφέροντα σε μια λογική, που λαμβάνει σαν δεδομένο, όμως, ότι υφίσταται μίας κάποιας μορφής οικονομική ανάπτυξη. Όσο, όμως, αυτή αργεί, τόσο πιο πολύ ο νόμος αυτός θα κινείται προς την κατεύθυνση του άδικου νόμου, γιατί δε θα υπηρετεί το δανειολήπτη, που είναι και το «αδύναμο» μέλος της τριγωνικής σχέσης.  



Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες.


Ιστορικό

Στις 27.06.2006 η Soile Laoutsi προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αίτημα την καταδίκη της Ιταλίας για την ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων. Αυτό κατά την προσφεύγουσα ήταν αντίθετο στη βασική αρχή του ιταλικού κράτους, ως κράτους αθρήσκου.

Κατά την ίδια είχαν παραβιαστεί:

  • το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περί της θρησκευτικής ελευθερίας,
  • το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης για την κατάργηση των διακρίσεων
  • και το άρθρο 2 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης περί του δικαιώματος των γονέων να αξιώνουν από το κράτος θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Το 2009 το δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή. Στη συνέχεια, όμως, η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης. Εναντίον της απόφασης, εκτός της Ιταλικής Κυβέρνησης, προσέτρεξαν να παρέμβουν υπέρ της και οι κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών, ανάμεσα τους η Ελληνική και η Κυπριακή καθώς και το Βατικανό. Το Δικαστήριο, σε δεύτερο βαθμό, αποδέχτηκε την έφεση της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το επιχείρημα του Δικαστηρίου υπέρ της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το σχολικό περιβάλλον βρίσκεται υπό την εποπτεία του Κράτους. Αν και το Κράτος οφείλει να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, παρόλα αυτά, ένα θρησκευτικό σύμβολο στα σχολεία, όπως ο Εσταυρωμένος, δεν αποτελεί επιρροή τέτοιου μεγέθους, που θα μπορούσε να επηρεάσει τον ψυχισμό ενός παιδιού ή νεαρού ατόμου.

 Επίσης, ο Σταυρός, ως σύμβολο αποτελεί ιστορικό στοιχείο του Ιταλικού Κράτους και τελεί υπό την πολιτισμική προστασία της εκάστοτε Κυβέρνησης, που οφείλει να διασφαλίζει τη συνέχεια του ιταλικού Έθνους.

 Μπορεί, βέβαια, να προσφέρει μία υπερέχουσα θέση στη θρησκεία του Χριστιανισμού, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί η ανάρτηση του Εσταυρωμένου ως προσηλυτισμός. Εξάλλου, στην Ιταλία οι υπόλοιπες θρησκείες είναι εξίσου αναγνωρισμένες και τυγχάνουν ελευθερίας και ανοχής από το επίσημο Κράτος. 

Άρα, με την ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου δεν τίθεται σε διακινδύνευση ο ψυχισμός και η ακεραιότητα του θρησκευτικού φρονήματος ενός νέου ανθρώπου.


Αξιολογική κριτική της απόφασης.
           
      Η απόφαση του δικαστηρίου κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση. Πράγματι, με την ανάρτηση του Εσταυρωμένου σε σχολική αίθουσα δημοσίου σχολείου δεν τίθεται ζήτημα προσηλυτισμού. Δεν είναι αρκετό ένα σύμβολο από μόνο του να προκαλέσει τη θρησκευτική ακεραιότητα ενός αλλοπίστου ή αθέου, ειδικά μάλιστα όταν στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη η ανεξιθρησκία είναι προστατευμένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη.

     Αν, βέβαια, αποδεχτούμε την παραπάνω παράγραφο, τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε και κάτι επιπλέον. Όπως η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να εκφράζεται κατά το θρησκευτικό δοκούν, έτσι μπορεί να κάνει και η μειοψηφία. Δηλαδή, η μειοψηφία μπορεί να φορά μουσουλμανικές μαντήλες, να προσεύχεται σε τζαμί ή πολύ απλά να εκφράζεται υπέρ της αθεΐας, χωρίς να προκαλείται η πλειοψηφία, γιατί η ανεξιθρησκία, έτσι και αλλιώς, είναι σεβαστή.

    Έτσι, όμως, εισερχόμαστε σε μία ιδιάζουσα μορφή αντιπαράθεσης και αναγκάζουμε το επίσημο Κράτος να παρέμβει, γιατί αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων δε θα είναι πάντα πολιτισμένη και δημοκρατική.

       Τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να αποτελούν ιστορικά στοιχεία και να διαφοροποιούν τους πολίτες ενός κράτους από ένα άλλο, ως στοιχεία της εθνικής ταυτότητάς τους, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν στοιχεία αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού.Ένα Κράτος, λοιπόν, που κηρύσσει την ανοχή, ανεξιθρησκία και σεβασμό στην ετερότητα μέχρι ποιου βαθμού μπορεί να προάγει την ταυτότητα της πλειοψηφίας και να παραγκωνίζει την ταυτότητα της μειοψηφίας;

        Προφανώς, το να διατηρηθεί η ισορροπία είναι δύσκολο και ούτε η πλήρης αποταύτιση από πολιτισμικά σύμβολα θα ήταν θεμιτή. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, το Κράτος εισέρχεται στον «πειρασμό» να προασπιστεί την πλειοψηφία, παραβιάζοντας την ουδετερότητά του.

Μπορεί αυτό να ακούγεται λογικό, ότι δηλαδή η πλειοψηφία ασκεί μεγαλύτερη επιρροή, αλλά ο πολίτης άλλου δόγματος ή φυλής μπορεί να αισθάνεται παραγκωνισμένος. Και αυτό στην ευρωπαϊκή οικογένεια των Κρατών, που έχουν επηρεαστεί από την πατερναλιστική αντίληψη, ο πατέρας, δηλαδή, μεριμνά εξίσου για όλα τα παιδιά του, δεν είναι επιτρεπτό.

Συνεπώς, μία πραγματικά δημοκρατική και ανεκτική κοινωνία αποδέχεται εξίσου τις διαφορετικότητες και τις εγκολπώνει, γιατί αυτή η δυνατότητα αποτελεί δυναμική προόδου. Έτσι, τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να είναι απαραίτητα για να δικαιώνει η πλειοψηφία τη βασική της επιλογή, αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι και η μειοψηφία έχει το ίδιο δικαίωμα και μπορεί να το υπερασπιστεί.


Πηγή

Νομικό Βήμα, Τόμος 59, Τεύχος 5, Ιούνιος 2011, σελ: 1037-1046.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Luis Vuitton εναντίον Warner Bros.


   Στις 26 Μαΐου 2011 η εταιρεία «Warner Bros» έβγαλε στους κινηματογράφους την ταινία «Hangover» το δεύτερο μέρος. Είναι η ιστορία τεσσάρων αντρών, που μπλέκονται σε διάφορες περιπέτειες με κωμικό χαρακτήρα. Η ταινία έχει εισφέρει στα ταμεία του κινηματογραφικού οργανισμού, μέχρι το τέλος του 2011, το ποσό των 580 εκατομμυρίων δολαρίων.

   Στην ταινία, λοιπόν, υπάρχει μία σκηνή, που οδήγησε την εταιρεία κατασκευής πολυτελών ειδών ταξιδίου, τη «Luis Vuitton», να καταθέσει αγωγή στην Αμερικανική Επιτροπή Ανταγωνισμού και στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης για καταστρατήγηση εμπορικού σήματος.

   Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω σκηνή έχει ως εξής: ο ελληνικής καταγωγής ηθοποιός, Ζακ Γαλυφιανάκης, βρίσκεται στο αεροδρόμιο, κουβαλώντας μαζί του αποσκευές, που δια γυμνού οφθαλμού φέρουν το διακριτικό σήμα της Luis Vuitton. Ένας από τους 4 ηθοποιούς, που είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας, προσπαθεί να σηκώσει την τσάντα, να την τοποθετήσει στο πάτωμα και να καθίσει στη θέση του. Τότε ο Ζακ Γαλυφιανάκης του λέει:

«Πρόσεχε την τσάντα μου, είναι Luis Vuitton»

   Για την άνωθι περιγραφείσα σκηνή η εταιρεία Luis Vuitton άσκησε αγωγή. Ειδικότερα, ο λόγος για τον οποίο η εταιρεία προέβη σε αυτήν την ενέργεια είναι επειδή τα προϊόντα, που φέρουν το διακριτικό γνώρισμα της «Luis Vuitton», δεν είναι αυθεντικά αλλά απομιμήσεις. Μέσα από το κείμενο της αγωγής της η εταιρεία ισχυρίστηκε τα εξής:

1. Η εταιρεία βασίζει την παρουσία της στον κόσμο μέσω του διακριτικού της σήματος, το οποίο είναι ο εμπορικός προάγγελος του προϊόντος, και μέσω αυτού ο καταναλωτής θα προβεί στην τελική αγορά. Για τη διάδοση, λοιπόν, του σήματος η εταιρεία προβαίνει σε διαφημιστικές εκστρατείες δαπανώντας εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.

2. Στην ταινία χρησιμοποιούνται προϊόντα-απομιμήσεις, τα οποία τυγχάνουν ευρείας διάδοσης στο φιλοθεάμον κοινό, που είναι και, εν δυνάμει, καταναλωτικό. Άρα, το κέρδος από την έμμεση διαφήμιση που θα αποκόμιζε η εταιρεία, δεν υφίσταται, καθότι θα έπρεπε να της ζητηθεί επισήμως η άδεια να χρησιμοποιηθούν τα αυθεντικά προϊόντα. Η άδεια αυτή, επισήμως, δε ζητήθηκε ποτέ.

3. Έτσι, με τη διάδοση και προώθηση των απομιμούμενων προϊόντων, το κοινό μπορεί να διολισθήσει στη σκέψη ότι η εταιρεία ενέκρινε αυτήν την έμμεση διαφήμιση, ενώ δεν είχε καμία συμμετοχή. Το φιλοθεάμον κοινό, και εν δυνάμει καταναλωτικό, μπορεί να μπερδευτεί στην επιλογή του και να θεωρήσει ως -φυσιολογικό- το να αγοράσει προϊόντα, που δε θα είναι αυθεντικά. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του οικονομικού κέρδους για την εταιρεία.

4. Συνεπώς, η «Luis Vuitton» ζητεί από τη «Warner Bros» να αλλοιώσει ψηφιακά την εν λόγω σκηνή και να αποκαταστήσει τη ζημία, που προκάλεσε εν γνώσει της και με κακή πίστη στην εταιρεία και στα προϊόντα της. Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης καθώς και τα δικαστικά έξοδα ανέρχονται στο ποσό των 400.000 δολαρίων.

   Η απάντηση, από την άλλη μεριά, δεν έχει γίνει ακόμα γνωστή, αλλά η εν λόγω επίδικη διαφορά ενδέχεται, τελικώς, να τεθεί υπό εξωδικαστικό συμβιβασμό.


Αξιολογική κριτική της επίδικης διαμάχης.


   Το εμπορικό σήμα στο σημερινό κόσμο των επιχειρήσεων είναι η ταυτότητα του προϊόντος. Μέσω αυτού, δηλαδή, ο καταναλωτής αναγνωρίζει το είδος, που διαφημίζεται, αν είναι καλής ή κακής ποιότητας και εάν αγοράζοντάς το θα δαπανήσει πολλά ή λίγα χρήματα.

   Έτσι, το σήμα είναι το διακριτικό εκείνο στοιχείο, που διαφοροποιεί τη μία εταιρεία από την άλλη, και βλέποντάς το κανείς συνειρμικά φέρει στο μυαλό του την πραγματική υλική αξία, δηλαδή το προϊόν αυτό καθεαυτό. Όταν κάποιος περιδιαβαίνοντας στα μαγαζιά δει το διαφημιζόμενο σήμα, θα θυμηθεί ότι το έχει ξαναδεί και συνεπώς θα αισθανθεί μεγαλύτερη οικειότητα, για να μπει στο μαγαζί και ενδεχομένως να αγοράσει κάτι. Ακόμα, όμως, και να μην αγοράσει, το πρώτο βήμα έχει γίνει. Γιατί μπορεί να μην αγοράσει κάτι τώρα ο καταναλωτής, αλλά θα το αγοράσει τη δεύτερη φορά ή θα μαζέψει χρήματα για την επομένη.

   Στην εν λόγω διαμάχη, η εταιρεία Luis Vuitton λειτούργησε προκειμένου να διαφυλάξει το προϊόν της. Μπορεί ο ηθοποιός να λέει ότι το προϊόν είναι Luis Vuitton αλλά παρατηρώντας κανείς καλύτερα τη σκηνή, θα διαπιστώσει ότι είναι απομίμηση. Συνεπώς, το όφελος από την έμμεση διαφήμιση δεν επέρχεται, γιατί το διαφημιστικό μήνυμα είναι συγκεχυμένο. Άλλο βλέπει ο καταναλωτής και άλλο ακούει. Αυτή είναι και η λογική που κρύβεται στην εν λόγω αγωγή. Δηλαδή, να διαφυλαχτεί η πραγματική αξία του προϊόντος, ότι δηλαδή είναι μάρκας, που θέλει προσοχή, γιατί είναι ακριβό είδος και καλής ποιότητας.

   Εν κατακλείδι, η αγωγή αυτή καθεαυτή, τελικώς, αποτέλεσε μία διακριτικά έξυπνη διαφημιστική καμπάνια για την εταιρεία Luis Vuitton, γιατί κατάφερε να αναγάγει το αγαθό της σε υψίστης σημασίας εμπορικό είδος. Το μήνυμα, το οποίο περνά παραέξω είναι το εξής: το προϊόν αξίζει τον απαραίτητο σεβασμό και επομένως η διαφύλαξή του αποτελεί υψίστης σημασίας προτεραιότητα για την ίδια την εταιρεία και τους πελάτες της.


Πηγές

http://www.purseblog.com/louis-vuitton/louis-vuitton-to-sue-warner-brothers-over-fake-luggage-in-the-hangover-2.html
http://www.fashion-law.org/2011/12/louis-vuitton-v-warner-bros.html
http://www.washingtonpost.com/blogs/celebritology/post/louis-vuitton-sues-warner-bros-over-bag-used-in-the-hangover-part-ii/2011/12/23/gIQAnKwDEP_blog.html
http://www.bestgrowthstock.com/stock-market-news/2011/12/24/louis-vuitton-sues-warner-brothers/
http://www.e-radio.gr/blog/post.el.asp?uid=5501: κείμενο αγωγής
http://iplj.net/blog/archives/3877

http://www.hollywoodreporter.com/thr-esq/hangover-warner-bros-sued-louis-vuitton-276132