![]() |
Το 2018 η καθαρίστρια Χ καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη, επειδή πλαστογράφησε πτυχίο Δημοτικού, προκειμένου να μπορέσει, αργότερα, να εργαστεί ως καθαρίστρια. Το επιπλέον έγκλημά της ήταν ότι ήθελε να ζήσει τα παιδιά της και τον σύζυγό της, που έπασχε κατά 67% από σωματική αναπηρία. Αφού εξέτισε μέρος της ποινής της στη φυλακή και ύστερα από έφεση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας την αθώωσε, για λόγους όμως που είχαν σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση και όχι με το έγκλημά της.
Εναντίον της, λοιπόν, εφαρμόστηκε ο νόμος 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου και απάτης με θύμα το Δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του. Ο νόμος χαρακτηριστικά αναφέρει:
Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Ειδικά, δε για την περίπτωση 386 ΠΚ, αδίκημα της απάτης, όπως αναφέρεται και στο προηγούμενο εδάφιο, θα πρέπει να σχολιάσουμε τα εξής: νομικά, η καθαρίστρια πράγματι τέλεσε απάτη. Πληρούται η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Δηλαδή, εν γνώσει της και αποδεχόμενη το αποτέλεσμα της πράξης της, προέβη σε κατ'αρχήν άδικη πράξη, με σκοπό την εξαπάτηση του θύματος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν το Ελληνικό Δημόσιο.
Όμως, η αιτία ήταν η οικονομική ένδεια και ανθρωπιστική ανάγκη. Αυτά τα στοιχεία δεν εμφανίζονται νομοτεχνικά στον πυρήνα της διάταξης. Ωστόσο, το δικαστήριο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει επιπλέον το άρθρο του 84 παράγραφος 2β ΠΚ:
το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης
Σαν άλλος Γιάννης Αγιάννης, λοιπόν, η καθαρίστρια πλήρωσε και με το παραπάνω την πράξη της και ενδεχομένως, εάν είχε τα οικονομικά μέσα θα μπορούσε να στραφεί κατά του Ελληνικού Δημοσίου με την κατηγορία της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Έτσι, λοιπόν, επήλθε η Δικαιοσύνη...
Στον αντίποδα, και χρόνια μετά, έχουμε το εγκληματικό ατύχημα των Τεμπών και το θάνατο 57(+) ανθρώπων, που απανθρακώθηκαν, μόλις τα δύο τρένα συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ο πρώην υπουργός Μεταφορών, Αχ. Καραμανλής, έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της Δικαιοσύνης και το κόμμα του, θα τον παραπέμψει στην Ολομέλεια της Βουλής με την κατηγορία του άρθρου 259 ΠΚ, της παράβασης καθήκοντος, που είναι πλημμέλημα και έχει πλαίσιο ποινής από 10 ημέρες μέχρι 2 χρόνια.
Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.
Και μόνο η ανάγνωση της ποινικής διάταξης προκαλεί προβληματισμό για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, δηλαδή, ο υπουργός θεωρείται υπάλληλος; Υπάλληλος είναι όποιος βρίσκεται σε οργανική και μισθοδοτική σύνδεση με το Δημόσιο και όχι ο εκάστοτε βουλευτής, που εκλέγεται, αλλά μπορεί και να μην επανεκλεγεί. Είχε πρόθεση να σκοτώσει τους 57(+); είχε σκοπό να προσποριστεί για τον εαυτό του παράνομο όφελος; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερώτηματα είναι δύσκολο να απαντηθούν θετικά. Επομένως, η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν πληρούται. Το βασικότερο, είναι ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ο δόλος του υπουργού για το έγκλημα.
Ενδεχομένως, αμέλεια θα μπορούσε να του προσάψει κανείς αλλά και αυτή είναι μάλλον δύσκολο να αποδειχτεί, υπό το πρίσμα του 259ΠΚ. Η βαριά αμέλειά του, συνίσταται στο το ότι δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση της σύμβασης 717 ή ότι αμέλησε να τείνει ευήκοα ώτα στις διαμαρτυρίες των συνδικαλιστών της ΤΡΑΙΝΟΣΕ για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου. Ωστόσο, ακόμα και εάν αποδειχτεί αυτή, η ποινική του μεταχείριση θα είναι ιδιαίτερα επιεικής, γιατί η ίδια ως άνω διάταξη το επιβάλλει.
Επομένως, η παραπομπή του στο φυσικό δικαστή καθίσταται μάλλον προβληματική συνολικά καθώς είναι δυσαπόδειχτα τα επιμέρους εκείνα σημεία που απαιτούν δόλο οποιουδήποτε βαθμού και λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πρόθεσης και αποτελέσματος η υπόθεσή του ενδέχεται, με μια υπόθεση εργασίας που φλερτάρει πολύ έντονα με τη νομική πραγματικότητα, να παραπεμφθεί στο αρχείο.
Και έτσι θα αποδοθεί δικαιοσύνη....
Ύστερα, από την νομοτεχνική ανάλυση των προηγουμένων περιπτώσεων, επιβάλλεται να καταγραφούν κάποιες σκέψεις τόσο για τη Δικαιοσύνη, το δίκαιο του ισχυροτέρου και εν τέλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτικών προσώπων.
Υποκρύπτεται, λοιπόν, μια προσπάθεια να συνδεθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα με το δίκαιο του ισχυροτέρου. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να καταθέσουμε την πρώτη ένσταση μας. Από πότε το κοινό περί δικαίου αίσθημα ταυτίζεται εννοιολογικά με το δίκαιο του ισχυροτέρου;
Μια επιστημονική τοποθέτηση είναι επιβεβλημένη σε αυτό το σημείο. Ο Δαρβίνος στο βιβλίο του "Καταγωγή των Ειδών" κάνει λόγο για την ικανότητα του πιο ικανού να αλλάζει, προκειμένου να επιβιώνει (It is not the strongest of the species that survives, not the most intelligent that survives. It is the one that is most adaptable to change). Πουθενά δεν αναγράφεται "το δίκαιο του ισχυρού". Αυτό αποτελεί νοητικό τέχνασμα, ή στην καλύτερη περίπτωση, σχόλιο του μεταφραστή, που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με επιείκεια. Είναι κενό Λογικής και σαν τέτοιο και μόνο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Η Δικαιοσύνη, που είναι η αποκατάσταση της αδικίας και η επέλευση της εξισορρόπησης της τάξης και ασφάλειας, σε κανένα επίπεδο δεν ταυτίζεται με τις επιδιώξεις του ισχυροτέρου για την ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων. Επομένως. αποκατάσταση αδικίας, τάξη με ασφάλεια και επιδιώξεις είναι δύο έννοιες ασύμβατες, ανεξάρτητες και με διαφορετική αφετηρία και προορισμό. Η όποια ταύτιση είναι εκ του πονηρού και αποπειράται να ενοποιήσει νοηματικά τις επιδιώξεις του ισχυρού με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, με σκοπό την ευρύτερη αποδοχή στους κόλπους της κοινωνίας. Το ορθότερο θα ήταν να λέγαμε, λοιπόν, "το κοινό περί δικαίου αίσθημα", αφενός, και αφετέρου "οι επιδιώξεις του ισχυροτέρου".
Στις δυο υπό εξέταση περιπτώσεις, ενώ θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική θεώρηση του Δικαίου, τελικώς έγινε το αντίστροφο από αυτό, που θα περιμέναμε. Στην περίπτωση της καθαρίστριας η δικαιοσύνη εξάντλησε την αυστηρότητά της και στη δεύτερη περίπτωση μάλλον θα εξαντλήσει την επιείκειά της. Έτσι, το κοινό περί δικαίου αίσθημα διαστρεβλώνεται, παραποιείται από το "δίκαιο του ισχυροτέρου", που στην πρώτη περίπτωση είναι το Κράτος κατά της καθαριστρίας ενώ στη δεύτερη πάλι είναι το Κράτος αλλά με μια νοοτροπία, που προσιδιάζει στη φράση "μη μιλάς και θα το φτιάξουμε" υπέρ του λειτουργού του.
Μια άλλη σκέψη, επιπλέον, που θα πρέπει να γίνει είναι και τα όρια ισχύος των πολιτικών προσώπων. Η άμεση κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών θα πρέπει να τύχει διακομματικής αποδοχής και στο σημείο αυτό θα προσθέταμε ότι, όπου τελείται ποινικό αδίκημα με εκλεγμένο δημόσιο πρόσωπο είτε των ΟΤΑ είτε μέλους της Βουλής, αυτό θα πρέπει να αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση.
Τα πολιτικά πρόσωπα, δε θα πρέπει να χαίρουν μόνο δικαιωμάτων, αλλά θα πρέπει να αισθάνονται τον τενέδειο πέλεκυ της Πολιτείας, που εκπροσωπούν, να επικρεμάται από πάνω τους σε κάθε βήμα τους. Ο ρόλος τους, που αυταπόδειχτα είναι η εξυπηρέτηση του συνόλου, παρεμποδίζεται και από την ίδια τη φύση της θέσης τους. Είναι και μεσάζοντες μεταξύ υπηρεσιών και ιδιωτών και γι'αυτό η θεσμική τους έκθεση, με λίγα λόγια, θα πρέπει να είναι αρκετά προωθημένη και αυστηρή.
Η μεταφυσική, τέλος, αντιμετώπιση των αδικημάτων, που τελούν στη συνείδηση του κόσμου οι πολιτικοί λειτουργοί δεν αποτελεί λύση. Με λίγα λόγια, η νοοτροπία που επικαλείται εξωκόσμιους αφορισμούς είναι το ίδιο προβληματική με την προαναφερθείσα διαστρέβλωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, γιατί περισσότερο "ξεδιψά" την εκδικητική της μανία σαν στοιχείο αποκατάστασης παρά επιδιώκει την επαναφορά της αδικίας και την εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας.
Πού θα πρέπει να αποβλέπει η θεσμική μνήμη, συνεπώς; Το έννομο αγαθό, δηλαδή αυτό που η Πολιτεία θα πρέπει να προστατεύσει με κάθε τρόπο, είναι το έννομο αγαθό της ασφάλειας δικαίου σε διαχρονικό επίπεδο. Δηλαδή, η αίσθηση εκείνη, που θέλει τον πολίτη να αισθάνεται πραγματικά ίσος απέναντι στο νόμο αλλά και να γνωρίζει ότι όλοι ανεξαιρέτως είναι στην ίδια θέση με αυτόν, και θα αντιμετωπιστούν με την πρεπούμενη επιείκεια ή αυστηρότητα, όταν οι ίδιες οι πραγματικές συνθήκες το επιβάλλουν.
Αυτό, ωστόσο, που στην παρούσα χρονική συνθήκη συμβαίνει είναι η ρήση του Ανάχαρση:
Μηδέν των αραχνιών διαφέρειν, αλλ’ ως εκείνα τους μεν ασθενείς και λεπτούς των αλισκομένων καθέξειν, υπό δε των δυνατών και πλουσίων διαρραγήσεσθαι
(Οι νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης: αν πέσει πάνω του κάτι ελαφρό και αδύναμο, το συγκρατεί· αν όμως πρόκειται για κάτι μεγαλύτερο, σκίζει τον ιστό και φεύγει)
Έτσι, όμως, δεν πάμε και πολύ μακρυά...😏
Πηγές
1. Καθαρίστρια που πλαστογράφησε πτυχίο
2. Πρόταση ΝΔ για προανακριτική
3. Η μεταφυσική διάσταση των Τεμπών
4. Έργο στην αρχή: Jens Galschiøt - έργο Piggyback Justitia (Survival of the Fattest) το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: ο ισχυρός και παχουλός κάθεται στους ώμους του ανίσχυρου και αδύνατου και κρατά με υποκρισία τη ζυγαριά της δικαιοσύνης.