Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025

Υπόνοια καρτέλ στις τραπεζικές καταθέσεις


Η Επιτροπή Ανταγωνισμού κοινοποίησε την ενδιάμεση έκθεσή της για τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων των 4 συστημικών τραπεζών. Σύμφωνα με αυτήν, και βάσει του αρ. 40 ν. 3959/2011 για την Επιτροπή « όταν η διαμόρφωση των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διεξαγάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών ή σε μεθόδους διαμόρφωσης εμπορικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων αλγοριθμικών μεθόδων, σε διάφορους κλάδους, εφόσον υπάγονται στην αρμοδιότητά της».

Η έρευνα διήρκησε από το 2019 έως και τους πρώτους μήνες του 2025 και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει εξ’αρχής είναι η υπόνοια καρτέλ στις τραπεζικές καταθέσεις των 4 συστημικών τραπεζών.

Να διευκρινίσουμε ότι ο διαχωρισμός σε συστημική ή μεγάλη τράπεζα και μη συστημική ανάγεται στα κριτήρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτά είναι τα εξής:

1. η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού υπερβαίνει τα 30 δισεκ. Ευρώ

2. για την οικονομία της συγκεκριμένης χώρας ή της ΕΕ στο σύνολό της

3. η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 5 δισεκ. ευρώ και το ποσοστό των διασυνοριακών στοιχείων ενεργητικού/παθητικού σε περισσότερα από ένα άλλα συμμετέχοντα κράτη μέλη προς το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού/παθητικού του ιδρύματος είναι υψηλότερο του 20%

4. έχει αιτηθεί ή λάβει χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ή την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

Αρχικά, λοιπόν, τραπεζική κατάθεσή είναι όταν «ο πελάτης χορηγεί στην τράπεζα την εξουσία να χρησιμοποιεί τα χρήματά του, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τα αποδώσει οποτεδήποτε της ζητηθεί (ΑΚ 830, 806, 827)»

Πώς λειτουργεί μια τράπεζα:

«οι τράπεζες αντλούν τα πλεονασματικά κεφάλαια των αποταμιευτών υπό μορφή καταθετικών προϊόντων και τα διοχετεύουν προς τις ελλειμματικές οικονομικές μονάδες, υπό μορφή δανεισμού. Με τον τρόπο αυτό, το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί ως πηγή χρηματοδότησης ιδιωτών και επιχειρήσεων, παράλληλα με την άμεση προσφυγή των τελευταίων στην κεφαλαιαγορά. Στο πλαίσιο του διαμεσολαβητικού τους ρόλου, τα πιστωτικά ιδρύματα αποδίδουν στους καταθέτες τόκο για τα χρήματα τα οποία υπό μία έννοια έχουν δανειστεί από αυτούς και αντίστοιχα εισπράττουν τόκο από τους δανειολήπτες για τα χρήματα που τους έχουν δανείσει. Τα επιτόκια εκφράζουν αυτό το κόστος της τράπεζας για το ποσό που έχει λάβει ως κατάθεση (απόδοση για τους καταθέτες) και την απόδοση για το ποσό που έχει χορηγήσει ως δάνειο (κόστος για τους δανειολήπτες »

Συνήθης συναλλακτική πρακτική

Οι καταθέσεις όψεως (για επιχειρήσεις) και οι τρεχούμενοι λογαριασμοί (για ιδιώτες)80 αποτελούν το πλέον σύνηθες καταθετικό προϊόν το οποίο επιτρέπει στους δικαιούχους τη διενέργεια συναλλαγών και πληρωμών, ενώ επιπροσθέτως παρέχουν και τη δυνατότητα υπερανάληψης81 και έκδοσης μπλοκ επιταγών

Εγγύηση καταθέσεων

Φορέας του ελληνικού συστήματος εγγύησης καταθέσεων είναι το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων («ΤΕΚΕ»). Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 ν. 4370/2016, το ΤΕΚΕ καλύπτει το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη σε πιστωτικό ίδρυμα έως του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ κατ’ ανώτατο όριο. Το συγκεκριμένο όριο ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που τηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των καταθέσεων, το νόμισμα και τον τόπο κατάθεσης. Επιλέξιμες είναι όλες οι καταθέσεις, με την εξαίρεση των όσων απαριθμούνται ρητά στο άρθρο 8 του νόμου.

Διακύμανση επιτοκίων

Ως προς τα επιτόκια των λογαριασμών ταμιευτηρίου σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ερωτηθείσες τράπεζες, για τους λογαριασμούς που λειτουργούν χωρίς περιορισμούς τα επιτόκια συμπίπτουν/ προσεγγίζουν τα επιτόκια των καταθέσεων όψεως/ τρεχούμενων λογαριασμών και είναι μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία τα επιτόκια των λογαριασμών ταμιευτηρίου κυμαίνονται από το 2019 περί το 0,01% για τις συστημικές τράπεζες και λίγο υψηλότερα περί το 0,20%-0,25% για τις μη συστημικές.

τα ίδια ζεύγη (συστημικών) τραπεζών φαίνεται πως σε γενικές γραμμές ακολουθούν αντίστοιχη τιμολογιακή πολιτική με βάση τη χρονική διάρκεια των προϊόντων τους.

Κεφαλαιακή επάρκεια

Ειδικότερα, ως προς εκάστη εκ των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία τους (οικονομικές καταστάσεις και υποχρέωση δημοσιότητας Πυλώνα 3) οι δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας παραμένουν καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο σαφώς υψηλότεροι των ελαχίστων απαιτούμενων ορίων, , παρουσιάζοντας κάθε έτος βελτίωση. Ειδικότερα, ως προς τους δείκτες CET1299 και Tier1 το εύρος στο οποίο κυμάνθηκαν μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών εξελίσσεται από περί το 9%-16,5% το 2021 σε περί το 14,5%-18% το 2024 και ως προς τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (TCR) το εύρος μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών διαμορφώνεται από περί το 15,5% - 17,5% το 2021 σε περί το 20% - 23% το 2024.

Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι αντίστοιχη βελτίωση παρουσιάζουν και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και των λοιπών (μη συστημικών) τραπεζών που εξετάζονται στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας.

Χαρακτηριστικά καταθέσεων

Συγκεκριμένα, το 70% των καταθέσεων προέρχεται από ιδιώτες με μικρά υπόλοιπα, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 60%. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι καταθέτες προτιμούν λογαριασμούς όψεως και ταμιευτηρίου, οι οποίες κατηγορίες έχουν φυσιολογικά χαμηλότερες αποδόσεις.

Η έννοια του ολιγοπωλίου

Ως ολιγοπώλιο χαρακτηρίζεται μια αγορά στην οποία δραστηριοποιείται μικρός αριθμός πωλητών. Στον πραγματικό κόσμο, όπου το θεωρητικό παράδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού δεν τυγχάνει εφαρμογής, ενώ τα (φυσικά ή νομικά) μονοπώλια απαντώνται κατά κύριο λόγο σε περιορισμένο αριθμό αγορών, πολλές είναι οι αγορές που παρουσιάζουν ολιγοπωλιακό χαρακτήρα.

Ο εγχώριος κλάδος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός στενού ολιγοπωλίου, το οποίο αποτελείται από τις τέσσερεις ελληνικές συστημικές τράπεζες (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank).

Ειδικότερα, ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένος, με τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες να αντιπροσωπεύουν άνω του 96% της αγοράς (CR4 2020: 96,77%, 2021: 96,46%, 2022: 96,28%, 2023: 95,21%, 2024: 94,63%) με ΗΗΙ σημαντικά άνω των 2000 μονάδων

(η Τράπεζα Πειραιώς έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά για το 2024)

Ανταγωνιστικό περιβάλλον

Παρά ταύτα, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται αξιοσημείωτη κινητικότητα στον τραπεζικό κλάδο, μέσω εταιρικών μετασχηματισμών, επενδύσεων σε υφιστάμενα πιστωτικά ιδρύματα και της εισόδου νέων παικτών. Ειδικότερα, τον Σεπτέμβριο του 2024 ολοκληρώθηκε η απορρόφηση της Παγκρήτιας Τράπεζας από την Attica Bank, με τη φιλοδοξία η συγχωνευθείσα οντότητα, υπό την επωνυμία «CrediaBank Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», να αποτελέσει τον πέμπτο πόλο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος381, ενισχυμένη μετά και την εξαγορά της HSBC Μάλτας382. Εντός του 2025, η Viva Bank ανακοίνωσε την είσοδό της στην αγορά καταθέσεων για επιχειρήσεις383, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα τρεις από τις τέσσερεις συνεταιριστικές τράπεζες (Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου, Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων και Συνεταιριστική Τράπεζα Θεσσαλίας) έχουν ήδη υποβάλει αίτημα για χορήγηση άδειας πανελλήνιας λειτουργίας

Ως επί το πλείστον, οι τράπεζες προσφέρουν (οι ίδιες ή μέσω θυγατρικών τους) μεγάλο εύρος τραπεζικών/ χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ενώ, γενικότερα, υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ τουλάχιστον των σημαντικότερων προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τους.

Συμπέρασμα

Η υψηλή συγκέντρωση του κλάδου (αλλά και η πλεονάζουσα ρευστότητα) έχει οδηγήσει σε περιορισμένη μετακύληση της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ και ειδικότερα του DFR στα επιτόκια καταθέσεων, τόσο στους αποταμιευτικούς λογαριασμούς, οι οποίοι έχουν περιορισμούς στις κινήσεις τους, αλλά κυρίως στις προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες τα τοποθετημένα χρηματικά ποσά είναι στην διάθεση των τραπεζικών ιδρυμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της σχετικής σύμβασης.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι δεν προχώρησαν σε ουσιώδη ενσωμάτωση των εν λόγω αυξήσεων στα προσφερόμενα επιτόκια ούτε των αποταμιευτικών (με περιορισμούς) αλλά ούτε και των προθεσμιακών καταθέσεων.

Η απραξία των τραπεζών ως προς την προσφορά υψηλότερων επιτοκίων συνδέεται με την έλλειψη κινητικότητας των καταθετών. Ο χρόνος που απαιτείται για την διερεύνηση προτάσεων άλλων παρόχων, η πληθώρα της πληροφόρησης που ενδεχομένως δημιουργεί ανασφάλεια ως προς τη δυνατότητα τεκμηριωμένης αξιολόγησης και επιλογής σε συνδυασμό με διάφορες γραφειοκρατικές και διοικητικές διευθετήσεις, δύνανται να λειτουργούν αποτρεπτικά για την επιλογή άλλου παρόχου.


Πηγές

1. Έκθεση Επιτροπής Ανταγωνισμού εδώ

2. Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα: εδώ